Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακαλύπτω
κατακάλυψις
κατακαμαρόω
κατακάμπτω
κατάκαμψις
κατακάρδιος
κατάκαρπος
κατακαρπόω
κατακάρπωσις
κατακαρφής
κατακάρφω
κατάκαυμα
κατακαύσιμος
κατάκαυσις
κατακαύτης
κατακαυχάομαι
κατακαχρύω
κατάκειμαι
κατακείρω
κατακεκράκτης
κατακελευσμός
View word page
κατακάρφω
parch up, mid. wither away

ShortDef

parch up, mid. wither away

Debugging

Headword:
κατακάρφω
Headword (normalized):
κατακάρφω
Headword (normalized/stripped):
κατακαρφω
IDX:
45720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45721
Key:

Data

{'content': 'parch up, mid. wither away'}