Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατακάλυμμα
κατακαλύπτω
κατακάλυψις
κατακαμαρόω
κατακάμπτω
κατάκαμψις
κατακάρδιος
κατάκαρπος
κατακαρπόω
κατακάρπωσις
κατακαρφής
κατακάρφω
κατάκαυμα
κατακαύσιμος
κατάκαυσις
κατακαύτης
κατακαυχάομαι
κατακαχρύω
κατάκειμαι
κατακείρω
κατακεκράκτης
View word page
κατακαρφής
dried
ShortDef
dried
Debugging
Headword:
κατακαρφής
Headword (normalized):
κατακαρφής
Headword (normalized/stripped):
κατακαρφης
IDX:
45719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45720
Key:
Data
{'content': 'dried'}