Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατακαλλύνω
κατακάλυμμα
κατακαλύπτω
κατακάλυψις
κατακαμαρόω
κατακάμπτω
κατάκαμψις
κατακάρδιος
κατάκαρπος
κατακαρπόω
κατακάρπωσις
κατακαρφής
κατακάρφω
κατάκαυμα
κατακαύσιμος
κατάκαυσις
κατακαύτης
κατακαυχάομαι
κατακαχρύω
κατάκειμαι
κατακείρω
View word page
κατακάρπωσις
ashes of a burnt-sacrifice
ShortDef
ashes of a burnt-sacrifice
Debugging
Headword:
κατακάρπωσις
Headword (normalized):
κατακάρπωσις
Headword (normalized/stripped):
κατακαρπωσις
IDX:
45718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45719
Key:
Data
{'content': 'ashes of a burnt-sacrifice'}