Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλλύνω
κατακάλυμμα
κατακαλύπτω
κατακάλυψις
κατακαμαρόω
κατακάμπτω
κατάκαμψις
κατακάρδιος
κατάκαρπος
κατακαρπόω
κατακάρπωσις
κατακαρφής
κατακάρφω
κατάκαυμα
κατακαύσιμος
κατάκαυσις
κατακαύτης
κατακαυχάομαι
κατακαχρύω
View word page
κατάκαρπος
fruitful

ShortDef

fruitful

Debugging

Headword:
κατάκαρπος
Headword (normalized):
κατάκαρπος
Headword (normalized/stripped):
κατακαρπος
IDX:
45716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45717
Key:

Data

{'content': 'fruitful'}