Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατακαίνω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλλύνω
κατακάλυμμα
κατακαλύπτω
κατακάλυψις
κατακαμαρόω
κατακάμπτω
κατάκαμψις
κατακάρδιος
κατάκαρπος
κατακαρπόω
κατακάρπωσις
κατακαρφής
κατακάρφω
κατάκαυμα
κατακαύσιμος
κατάκαυσις
κατακαύτης
View word page
κατάκαμψις
bending down
ShortDef
bending down
Debugging
Headword:
κατάκαμψις
Headword (normalized):
κατάκαμψις
Headword (normalized/stripped):
κατακαμψις
IDX:
45714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45715
Key:
Data
{'content': 'bending down'}