Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατακαίνυμαι
κατακαίνω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλλύνω
κατακάλυμμα
κατακαλύπτω
κατακάλυψις
κατακαμαρόω
κατακάμπτω
κατάκαμψις
κατακάρδιος
κατάκαρπος
κατακαρπόω
κατακάρπωσις
κατακαρφής
κατακάρφω
κατάκαυμα
κατακαύσιμος
κατάκαυσις
View word page
κατακάμπτω
to bend down
ShortDef
to bend down
Debugging
Headword:
κατακάμπτω
Headword (normalized):
κατακάμπτω
Headword (normalized/stripped):
κατακαμπτω
IDX:
45713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45714
Key:
Data
{'content': 'to bend down'}