Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακαγχάζω
κατακαίνυμαι
κατακαίνω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλλύνω
κατακάλυμμα
κατακαλύπτω
κατακάλυψις
κατακαμαρόω
κατακάμπτω
κατάκαμψις
κατακάρδιος
κατάκαρπος
κατακαρπόω
κατακάρπωσις
κατακαρφής
κατακάρφω
κατάκαυμα
κατακαύσιμος
View word page
κατακαμαρόω
cover with a vault

ShortDef

cover with a vault

Debugging

Headword:
κατακαμαρόω
Headword (normalized):
κατακαμαρόω
Headword (normalized/stripped):
κατακαμαροω
IDX:
45712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45713
Key:

Data

{'content': 'cover with a vault'}