Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταιωρέομαι
κατακαγχάζω
κατακαίνυμαι
κατακαίνω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλλύνω
κατακάλυμμα
κατακαλύπτω
κατακάλυψις
κατακαμαρόω
κατακάμπτω
κατάκαμψις
κατακάρδιος
κατάκαρπος
κατακαρπόω
κατακάρπωσις
κατακαρφής
κατακάρφω
κατάκαυμα
View word page
κατακάλυψις
covering, concealment

ShortDef

covering, concealment

Debugging

Headword:
κατακάλυψις
Headword (normalized):
κατακάλυψις
Headword (normalized/stripped):
κατακαλυψις
IDX:
45711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45712
Key:

Data

{'content': 'covering, concealment'}