Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταιχμάζω
καταιωρέομαι
κατακαγχάζω
κατακαίνυμαι
κατακαίνω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλλύνω
κατακάλυμμα
κατακαλύπτω
κατακάλυψις
κατακαμαρόω
κατακάμπτω
κατάκαμψις
κατακάρδιος
κατάκαρπος
κατακαρπόω
κατακάρπωσις
κατακαρφής
κατακάρφω
View word page
κατακαλύπτω
to cover up

ShortDef

to cover up

Debugging

Headword:
κατακαλύπτω
Headword (normalized):
κατακαλύπτω
Headword (normalized/stripped):
κατακαλυπτω
IDX:
45710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45711
Key:

Data

{'content': 'to cover up'}