Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταίφλεξ
καταιχμάζω
καταιωρέομαι
κατακαγχάζω
κατακαίνυμαι
κατακαίνω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλλύνω
κατακάλυμμα
κατακαλύπτω
κατακάλυψις
κατακαμαρόω
κατακάμπτω
κατάκαμψις
κατακάρδιος
κατάκαρπος
κατακαρπόω
κατακάρπωσις
κατακαρφής
View word page
κατακάλυμμα
covering, veil

ShortDef

covering, veil

Debugging

Headword:
κατακάλυμμα
Headword (normalized):
κατακάλυμμα
Headword (normalized/stripped):
κατακαλυμμα
IDX:
45709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45710
Key:

Data

{'content': 'covering, veil'}