Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταῖτυξ
καταίφλεξ
καταιχμάζω
καταιωρέομαι
κατακαγχάζω
κατακαίνυμαι
κατακαίνω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλλύνω
κατακάλυμμα
κατακαλύπτω
κατακάλυψις
κατακαμαρόω
κατακάμπτω
κατάκαμψις
κατακάρδιος
κατάκαρπος
κατακαρπόω
κατακάρπωσις
View word page
κατακαλλύνω
clear away

ShortDef

clear away

Debugging

Headword:
κατακαλλύνω
Headword (normalized):
κατακαλλύνω
Headword (normalized/stripped):
κατακαλλυνω
IDX:
45708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45709
Key:

Data

{'content': 'clear away'}