Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταιτίασις
καταῖτυξ
καταίφλεξ
καταιχμάζω
καταιωρέομαι
κατακαγχάζω
κατακαίνυμαι
κατακαίνω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλλύνω
κατακάλυμμα
κατακαλύπτω
κατακάλυψις
κατακαμαρόω
κατακάμπτω
κατάκαμψις
κατακάρδιος
κατάκαρπος
κατακαρπόω
View word page
κατακαλέω
to call down, summon, invite

ShortDef

to call down, summon, invite

Debugging

Headword:
κατακαλέω
Headword (normalized):
κατακαλέω
Headword (normalized/stripped):
κατακαλεω
IDX:
45707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45708
Key:

Data

{'content': 'to call down, summon, invite'}