Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταιτιάομαι
καταιτίασις
καταῖτυξ
καταίφλεξ
καταιχμάζω
καταιωρέομαι
κατακαγχάζω
κατακαίνυμαι
κατακαίνω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλλύνω
κατακάλυμμα
κατακαλύπτω
κατακάλυψις
κατακαμαρόω
κατακάμπτω
κατάκαμψις
κατακάρδιος
κατάκαρπος
View word page
κατακαίω
to burn down, burn completely
ShortDef
to burn down, burn completely
Debugging
Headword:
κατακαίω
Headword (normalized):
κατακαίω
Headword (normalized/stripped):
κατακαιω
IDX:
45706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45707
Key:
Data
{'content': 'to burn down, burn completely'}