Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταισχύνω
καταιτιάομαι
καταιτίασις
καταῖτυξ
καταίφλεξ
καταιχμάζω
καταιωρέομαι
κατακαγχάζω
κατακαίνυμαι
κατακαίνω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλλύνω
κατακάλυμμα
κατακαλύπτω
κατακάλυψις
κατακαμαρόω
κατακάμπτω
κατάκαμψις
κατακάρδιος
View word page
κατακαίριος
mortal
ShortDef
mortal
Debugging
Headword:
κατακαίριος
Headword (normalized):
κατακαίριος
Headword (normalized/stripped):
κατακαιριος
IDX:
45705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45706
Key:
Data
{'content': 'mortal'}