Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταισχυντήρ
καταισχύνω
καταιτιάομαι
καταιτίασις
καταῖτυξ
καταίφλεξ
καταιχμάζω
καταιωρέομαι
κατακαγχάζω
κατακαίνυμαι
κατακαίνω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλλύνω
κατακάλυμμα
κατακαλύπτω
κατακάλυψις
κατακαμαρόω
κατακάμπτω
κατάκαμψις
View word page
κατακαίνω
kill
ShortDef
kill
Debugging
Headword:
κατακαίνω
Headword (normalized):
κατακαίνω
Headword (normalized/stripped):
κατακαινω
IDX:
45704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45705
Key:
Data
{'content': 'kill'}