Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταισχυμμός
καταισχυντήρ
καταισχύνω
καταιτιάομαι
καταιτίασις
καταῖτυξ
καταίφλεξ
καταιχμάζω
καταιωρέομαι
κατακαγχάζω
κατακαίνυμαι
κατακαίνω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλλύνω
κατακάλυμμα
κατακαλύπτω
κατακάλυψις
κατακαμαρόω
κατακάμπτω
View word page
κατακαίνυμαι
to be adorned

ShortDef

to be adorned

Debugging

Headword:
κατακαίνυμαι
Headword (normalized):
κατακαίνυμαι
Headword (normalized/stripped):
κατακαινυμαι
IDX:
45703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45704
Key:

Data

{'content': 'to be adorned'}