Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταισχρεύομαι
καταισχυμμός
καταισχυντήρ
καταισχύνω
καταιτιάομαι
καταιτίασις
καταῖτυξ
καταίφλεξ
καταιχμάζω
καταιωρέομαι
κατακαγχάζω
κατακαίνυμαι
κατακαίνω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλλύνω
κατακάλυμμα
κατακαλύπτω
κατακάλυψις
κατακαμαρόω
View word page
κατακαγχάζω
to laugh aloud at

ShortDef

to laugh aloud at

Debugging

Headword:
κατακαγχάζω
Headword (normalized):
κατακαγχάζω
Headword (normalized/stripped):
κατακαγχαζω
IDX:
45702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45703
Key:

Data

{'content': 'to laugh aloud at'}