Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταίσιος
καταΐσσω
καταισχρεύομαι
καταισχυμμός
καταισχυντήρ
καταισχύνω
καταιτιάομαι
καταιτίασις
καταῖτυξ
καταίφλεξ
καταιχμάζω
καταιωρέομαι
κατακαγχάζω
κατακαίνυμαι
κατακαίνω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλλύνω
κατακάλυμμα
κατακαλύπτω
View word page
καταιχμάζω
strike down

ShortDef

strike down

Debugging

Headword:
καταιχμάζω
Headword (normalized):
καταιχμάζω
Headword (normalized/stripped):
καταιχμαζω
IDX:
45700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45701
Key:

Data

{'content': 'strike down'}