Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγινέω
ἁγιολόγος
ἁγιοποιέω
ἅγιος
ἁγιότης
Ἆγις
ἁγισμός
ἁγιστεία
ἁγίστευμα
ἁγιστεύω
ἁγιστός
ἁγιστύς
ἁγιώδως
ἁγιωσύνη
ἀγκάζομαι
ἄγκαθεν
Ἀγκαῖος
ἀγκάλη
ἀγκαλιδαγωγέω
ἀγκαλιδαγωγός
ἀγκαλίδη
View word page
ἁγιστός
hallowed
ShortDef
hallowed
Debugging
Headword:
ἁγιστός
Headword (normalized):
ἁγιστός
Headword (normalized/stripped):
αγιστος
IDX:
456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-457
Key:
Data
{'content': 'hallowed'}