Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταισθάνομαι
καταισιμόω
καταίσιος
καταΐσσω
καταισχρεύομαι
καταισχυμμός
καταισχυντήρ
καταισχύνω
καταιτιάομαι
καταιτίασις
καταῖτυξ
καταίφλεξ
καταιχμάζω
καταιωρέομαι
κατακαγχάζω
κατακαίνυμαι
κατακαίνω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλλύνω
View word page
καταῖτυξ
a low helmet

ShortDef

a low helmet

Debugging

Headword:
καταῖτυξ
Headword (normalized):
καταῖτυξ
Headword (normalized/stripped):
καταιτυξ
IDX:
45698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45699
Key:

Data

{'content': 'a low helmet'}