Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταιόνημα
καταίρω
καταισθάνομαι
καταισιμόω
καταίσιος
καταΐσσω
καταισχρεύομαι
καταισχυμμός
καταισχυντήρ
καταισχύνω
καταιτιάομαι
καταιτίασις
καταῖτυξ
καταίφλεξ
καταιχμάζω
καταιωρέομαι
κατακαγχάζω
κατακαίνυμαι
κατακαίνω
κατακαίριος
κατακαίω
View word page
καταιτιάομαι
to accuse, arraign, reproach
ShortDef
to accuse, arraign, reproach
Debugging
Headword:
καταιτιάομαι
Headword (normalized):
καταιτιάομαι
Headword (normalized/stripped):
καταιτιαομαι
IDX:
45696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45697
Key:
Data
{'content': 'to accuse, arraign, reproach'}