Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάϊξ
καταιονάω
καταιόνημα
καταίρω
καταισθάνομαι
καταισιμόω
καταίσιος
καταΐσσω
καταισχρεύομαι
καταισχυμμός
καταισχυντήρ
καταισχύνω
καταιτιάομαι
καταιτίασις
καταῖτυξ
καταίφλεξ
καταιχμάζω
καταιωρέομαι
κατακαγχάζω
κατακαίνυμαι
κατακαίνω
View word page
καταισχυντήρ
a dishonourer
ShortDef
a dishonourer
Debugging
Headword:
καταισχυντήρ
Headword (normalized):
καταισχυντήρ
Headword (normalized/stripped):
καταισχυντηρ
IDX:
45694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45695
Key:
Data
{'content': 'a dishonourer'}