Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταινέω
κατάϊξ
καταιονάω
καταιόνημα
καταίρω
καταισθάνομαι
καταισιμόω
καταίσιος
καταΐσσω
καταισχρεύομαι
καταισχυμμός
καταισχυντήρ
καταισχύνω
καταιτιάομαι
καταιτίασις
καταῖτυξ
καταίφλεξ
καταιχμάζω
καταιωρέομαι
κατακαγχάζω
κατακαίνυμαι
View word page
καταισχυμμός
shaming, disgrace

ShortDef

shaming, disgrace

Debugging

Headword:
καταισχυμμός
Headword (normalized):
καταισχυμμός
Headword (normalized/stripped):
καταισχυμμος
IDX:
45693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45694
Key:

Data

{'content': 'shaming, disgrace'}