Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταίθω
καταικίζω
καταίνεσις
καταινέω
κατάϊξ
καταιονάω
καταιόνημα
καταίρω
καταισθάνομαι
καταισιμόω
καταίσιος
καταΐσσω
καταισχρεύομαι
καταισχυμμός
καταισχυντήρ
καταισχύνω
καταιτιάομαι
καταιτίασις
καταῖτυξ
καταίφλεξ
καταιχμάζω
View word page
καταίσιος
all righteous
ShortDef
all righteous
Debugging
Headword:
καταίσιος
Headword (normalized):
καταίσιος
Headword (normalized/stripped):
καταισιος
IDX:
45690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45691
Key:
Data
{'content': 'all righteous'}