Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταιθαλόω
καταιθύσσω
καταίθω
καταικίζω
καταίνεσις
καταινέω
κατάϊξ
καταιονάω
καταιόνημα
καταίρω
καταισθάνομαι
καταισιμόω
καταίσιος
καταΐσσω
καταισχρεύομαι
καταισχυμμός
καταισχυντήρ
καταισχύνω
καταιτιάομαι
καταιτίασις
καταῖτυξ
View word page
καταισθάνομαι
to come to full perception of

ShortDef

to come to full perception of

Debugging

Headword:
καταισθάνομαι
Headword (normalized):
καταισθάνομαι
Headword (normalized/stripped):
καταισθανομαι
IDX:
45688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45689
Key:

Data

{'content': 'to come to full perception of'}