Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταιέτια
καταιθαλόω
καταιθύσσω
καταίθω
καταικίζω
καταίνεσις
καταινέω
κατάϊξ
καταιονάω
καταιόνημα
καταίρω
καταισθάνομαι
καταισιμόω
καταίσιος
καταΐσσω
καταισχρεύομαι
καταισχυμμός
καταισχυντήρ
καταισχύνω
καταιτιάομαι
καταιτίασις
View word page
καταίρω
to come down, make a swoop
ShortDef
to come down, make a swoop
Debugging
Headword:
καταίρω
Headword (normalized):
καταίρω
Headword (normalized/stripped):
καταιρω
IDX:
45687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45688
Key:
Data
{'content': 'to come down, make a swoop'}