Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταιδέομαι
καταιέτια
καταιθαλόω
καταιθύσσω
καταίθω
καταικίζω
καταίνεσις
καταινέω
κατάϊξ
καταιονάω
καταιόνημα
καταίρω
καταισθάνομαι
καταισιμόω
καταίσιος
καταΐσσω
καταισχρεύομαι
καταισχυμμός
καταισχυντήρ
καταισχύνω
καταιτιάομαι
View word page
καταιόνημα
fomentation
ShortDef
fomentation
Debugging
Headword:
καταιόνημα
Headword (normalized):
καταιόνημα
Headword (normalized/stripped):
καταιονημα
IDX:
45686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45687
Key:
Data
{'content': 'fomentation'}