Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταιγισμός
καταιδέομαι
καταιέτια
καταιθαλόω
καταιθύσσω
καταίθω
καταικίζω
καταίνεσις
καταινέω
κατάϊξ
καταιονάω
καταιόνημα
καταίρω
καταισθάνομαι
καταισιμόω
καταίσιος
καταΐσσω
καταισχρεύομαι
καταισχυμμός
καταισχυντήρ
καταισχύνω
View word page
καταιονάω
pour upon

ShortDef

pour upon

Debugging

Headword:
καταιονάω
Headword (normalized):
καταιονάω
Headword (normalized/stripped):
καταιοναω
IDX:
45685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45686
Key:

Data

{'content': 'pour upon'}