Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταιγιδώδης
καταιγίζω
καταιγίς
καταιγισμός
καταιδέομαι
καταιέτια
καταιθαλόω
καταιθύσσω
καταίθω
καταικίζω
καταίνεσις
καταινέω
κατάϊξ
καταιονάω
καταιόνημα
καταίρω
καταισθάνομαι
καταισιμόω
καταίσιος
καταΐσσω
καταισχρεύομαι
View word page
καταίνεσις
an agreement: a betrothal

ShortDef

an agreement: a betrothal

Debugging

Headword:
καταίνεσις
Headword (normalized):
καταίνεσις
Headword (normalized/stripped):
καταινεσις
IDX:
45682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45683
Key:

Data

{'content': 'an agreement: a betrothal'}