Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταΐγδην
καταιγιδώδης
καταιγίζω
καταιγίς
καταιγισμός
καταιδέομαι
καταιέτια
καταιθαλόω
καταιθύσσω
καταίθω
καταικίζω
καταίνεσις
καταινέω
κατάϊξ
καταιονάω
καταιόνημα
καταίρω
καταισθάνομαι
καταισιμόω
καταίσιος
καταΐσσω
View word page
καταικίζω
to wound severely, to spoil utterly

ShortDef

to wound severely, to spoil utterly

Debugging

Headword:
καταικίζω
Headword (normalized):
καταικίζω
Headword (normalized/stripped):
καταικιζω
IDX:
45681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45682
Key:

Data

{'content': 'to wound severely, to spoil utterly'}