Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταιβατός
καταΐγδην
καταιγιδώδης
καταιγίζω
καταιγίς
καταιγισμός
καταιδέομαι
καταιέτια
καταιθαλόω
καταιθύσσω
καταίθω
καταικίζω
καταίνεσις
καταινέω
κατάϊξ
καταιονάω
καταιόνημα
καταίρω
καταισθάνομαι
καταισιμόω
καταίσιος
View word page
καταίθω
to burn down, burn to ashes
ShortDef
to burn down, burn to ashes
Debugging
Headword:
καταίθω
Headword (normalized):
καταίθω
Headword (normalized/stripped):
καταιθω
IDX:
45680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45681
Key:
Data
{'content': 'to burn down, burn to ashes'}