Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταιβάσιος
καταιβάτης
καταιβάτις
καταιβατός
καταΐγδην
καταιγιδώδης
καταιγίζω
καταιγίς
καταιγισμός
καταιδέομαι
καταιέτια
καταιθαλόω
καταιθύσσω
καταίθω
καταικίζω
καταίνεσις
καταινέω
κατάϊξ
καταιονάω
καταιόνημα
καταίρω
View word page
καταιέτια
raking
ShortDef
raking
Debugging
Headword:
καταιέτια
Headword (normalized):
καταιέτια
Headword (normalized/stripped):
καταιετια
IDX:
45677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45678
Key:
Data
{'content': 'raking'}