Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταθωρακίζομαι
καταιβασία
καταιβάσιος
καταιβάτης
καταιβάτις
καταιβατός
καταΐγδην
καταιγιδώδης
καταιγίζω
καταιγίς
καταιγισμός
καταιδέομαι
καταιέτια
καταιθαλόω
καταιθύσσω
καταίθω
καταικίζω
καταίνεσις
καταινέω
κατάϊξ
καταιονάω
View word page
καταιγισμός
gusts
ShortDef
gusts
Debugging
Headword:
καταιγισμός
Headword (normalized):
καταιγισμός
Headword (normalized/stripped):
καταιγισμος
IDX:
45675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45676
Key:
Data
{'content': 'gusts'}