Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταθυμέω
καταθύμιος
καταθύω
καταθωρακίζομαι
καταιβασία
καταιβάσιος
καταιβάτης
καταιβάτις
καταιβατός
καταΐγδην
καταιγιδώδης
καταιγίζω
καταιγίς
καταιγισμός
καταιδέομαι
καταιέτια
καταιθαλόω
καταιθύσσω
καταίθω
καταικίζω
καταίνεσις
View word page
καταιγιδώδης
tempestuous

ShortDef

tempestuous

Debugging

Headword:
καταιγιδώδης
Headword (normalized):
καταιγιδώδης
Headword (normalized/stripped):
καταιγιδωδης
IDX:
45672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45673
Key:

Data

{'content': 'tempestuous'}