Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταθρύπτω
καταθρῴσκω
καταθυμέω
καταθύμιος
καταθύω
καταθωρακίζομαι
καταιβασία
καταιβάσιος
καταιβάτης
καταιβάτις
καταιβατός
καταΐγδην
καταιγιδώδης
καταιγίζω
καταιγίς
καταιγισμός
καταιδέομαι
καταιέτια
καταιθαλόω
καταιθύσσω
καταίθω
View word page
καταιβατός
by which
ShortDef
by which
Debugging
Headword:
καταιβατός
Headword (normalized):
καταιβατός
Headword (normalized/stripped):
καταιβατος
IDX:
45670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45671
Key:
Data
{'content': 'by which'}