Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάθρυπτος
καταθρύπτω
καταθρῴσκω
καταθυμέω
καταθύμιος
καταθύω
καταθωρακίζομαι
καταιβασία
καταιβάσιος
καταιβάτης
καταιβάτις
καταιβατός
καταΐγδην
καταιγιδώδης
καταιγίζω
καταιγίς
καταιγισμός
καταιδέομαι
καταιέτια
καταιθαλόω
καταιθύσσω
View word page
καταιβάτις
steep, downward
ShortDef
steep, downward
Debugging
Headword:
καταιβάτις
Headword (normalized):
καταιβάτις
Headword (normalized/stripped):
καταιβατις
IDX:
45669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45670
Key:
Data
{'content': 'steep, downward'}