Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμετροεπία
ἀμετρόκακος
ἀμετροπαθής
ἀμετροπότης
ἄμετρος
ἀμεύομαι
ἀμευσιεπής
ἀμεύσιμος
ἀμευσίπορος
ἄμη
ἁμῆ
ἀμήν
ἀμήνιτος
ἀμήνυτος
ἀμήρυτος
ἄμης
ἀμητήρ
ἀμητήριον
ἀμητής
ἀμητικός
ἀμητίσκος
View word page
ἁμῆ
in a certain way

ShortDef

in a certain way

Debugging

Headword:
ἁμῆ
Headword (normalized):
ἁμῆ
Headword (normalized/stripped):
αμη
IDX:
4566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4567
Key:

Data

{'content': 'in a certain way'}