Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταθραύω
καταθρέω
καταθρηνέω
κατάθρυπτος
καταθρύπτω
καταθρῴσκω
καταθυμέω
καταθύμιος
καταθύω
καταθωρακίζομαι
καταιβασία
καταιβάσιος
καταιβάτης
καταιβάτις
καταιβατός
καταΐγδην
καταιγιδώδης
καταιγίζω
καταιγίς
καταιγισμός
καταιδέομαι
View word page
καταιβασία
thunderbolts

ShortDef

thunderbolts

Debugging

Headword:
καταιβασία
Headword (normalized):
καταιβασία
Headword (normalized/stripped):
καταιβασια
IDX:
45666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45667
Key:

Data

{'content': 'thunderbolts'}