Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάθραυστος
καταθραύω
καταθρέω
καταθρηνέω
κατάθρυπτος
καταθρύπτω
καταθρῴσκω
καταθυμέω
καταθύμιος
καταθύω
καταθωρακίζομαι
καταιβασία
καταιβάσιος
καταιβάτης
καταιβάτις
καταιβατός
καταΐγδην
καταιγιδώδης
καταιγίζω
καταιγίς
καταιγισμός
View word page
καταθωρακίζομαι
to be armed at all points
ShortDef
to be armed at all points
Debugging
Headword:
καταθωρακίζομαι
Headword (normalized):
καταθωρακίζομαι
Headword (normalized/stripped):
καταθωρακιζομαι
IDX:
45665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45666
Key:
Data
{'content': 'to be armed at all points'}