Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθοινάω
καταθορυβέω
κατάθραυσις
κατάθραυστος
καταθραύω
καταθρέω
καταθρηνέω
κατάθρυπτος
καταθρύπτω
καταθρῴσκω
καταθυμέω
καταθύμιος
καταθύω
καταθωρακίζομαι
καταιβασία
καταιβάσιος
καταιβάτης
καταιβάτις
καταιβατός
View word page
καταθρύπτω
break in pieces

ShortDef

break in pieces

Debugging

Headword:
καταθρύπτω
Headword (normalized):
καταθρύπτω
Headword (normalized/stripped):
καταθρυπτω
IDX:
45660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45661
Key:

Data

{'content': 'break in pieces'}