Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμετροεπής
ἀμετροεπία
ἀμετρόκακος
ἀμετροπαθής
ἀμετροπότης
ἄμετρος
ἀμεύομαι
ἀμευσιεπής
ἀμεύσιμος
ἀμευσίπορος
ἄμη
ἁμῆ
ἀμήν
ἀμήνιτος
ἀμήνυτος
ἀμήρυτος
ἄμης
ἀμητήρ
ἀμητήριον
ἀμητής
ἀμητικός
View word page
ἄμη
a shovel

ShortDef

a shovel

Debugging

Headword:
ἄμη
Headword (normalized):
ἄμη
Headword (normalized/stripped):
αμη
IDX:
4565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4566
Key:

Data

{'content': 'a shovel'}