Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταθηλύνω
καταθλάω
καταθλέω
καταθλίβω
κατάθλιψις
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθοινάω
καταθορυβέω
κατάθραυσις
κατάθραυστος
καταθραύω
καταθρέω
καταθρηνέω
κατάθρυπτος
καταθρύπτω
καταθρῴσκω
καταθυμέω
καταθύμιος
καταθύω
καταθωρακίζομαι
View word page
κατάθραυστος
broken in pieces

ShortDef

broken in pieces

Debugging

Headword:
κατάθραυστος
Headword (normalized):
κατάθραυστος
Headword (normalized/stripped):
καταθραυστος
IDX:
45655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45656
Key:

Data

{'content': 'broken in pieces'}