Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταθήκη
καταθηλύνω
καταθλάω
καταθλέω
καταθλίβω
κατάθλιψις
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθοινάω
καταθορυβέω
κατάθραυσις
κατάθραυστος
καταθραύω
καταθρέω
καταθρηνέω
κατάθρυπτος
καταθρύπτω
καταθρῴσκω
καταθυμέω
καταθύμιος
καταθύω
View word page
κατάθραυσις
breaking up

ShortDef

breaking up

Debugging

Headword:
κατάθραυσις
Headword (normalized):
κατάθραυσις
Headword (normalized/stripped):
καταθραυσις
IDX:
45654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45655
Key:

Data

{'content': 'breaking up'}