Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταθήγω
καταθήκη
καταθηλύνω
καταθλάω
καταθλέω
καταθλίβω
κατάθλιψις
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθοινάω
καταθορυβέω
κατάθραυσις
κατάθραυστος
καταθραύω
καταθρέω
καταθρηνέω
κατάθρυπτος
καταθρύπτω
καταθρῴσκω
καταθυμέω
καταθύμιος
View word page
καταθορυβέω
to cry down

ShortDef

to cry down

Debugging

Headword:
καταθορυβέω
Headword (normalized):
καταθορυβέω
Headword (normalized/stripped):
καταθορυβεω
IDX:
45653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45654
Key:

Data

{'content': 'to cry down'}