Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταθέω
καταθεωρέω
καταθεώρησις
καταθήγω
καταθήκη
καταθηλύνω
καταθλάω
καταθλέω
καταθλίβω
κατάθλιψις
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθοινάω
καταθορυβέω
κατάθραυσις
κατάθραυστος
καταθραύω
καταθρέω
καταθρηνέω
κατάθρυπτος
καταθρύπτω
View word page
καταθνῄσκω
die (poet.)

ShortDef

die (poet.)

Debugging

Headword:
καταθνῄσκω
Headword (normalized):
καταθνῄσκω
Headword (normalized/stripped):
καταθνησκω
IDX:
45650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45651
Key:

Data

{'content': 'die (poet.)'}