Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμετρόδικος
ἀμετροεπής
ἀμετροεπία
ἀμετρόκακος
ἀμετροπαθής
ἀμετροπότης
ἄμετρος
ἀμεύομαι
ἀμευσιεπής
ἀμεύσιμος
ἀμευσίπορος
ἄμη
ἁμῆ
ἀμήν
ἀμήνιτος
ἀμήνυτος
ἀμήρυτος
ἄμης
ἀμητήρ
ἀμητήριον
ἀμητής
View word page
ἀμευσίπορος
with interchanging paths

ShortDef

with interchanging paths

Debugging

Headword:
ἀμευσίπορος
Headword (normalized):
ἀμευσίπορος
Headword (normalized/stripped):
αμευσιπορος
IDX:
4564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4565
Key:

Data

{'content': 'with interchanging paths'}