Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάθεμα
καταθεματίζω
καταθεμελιόω
κατάθεος
κατάθεσις
καταθετέον
καταθέω
καταθεωρέω
καταθεώρησις
καταθήγω
καταθήκη
καταθηλύνω
καταθλάω
καταθλέω
καταθλίβω
κατάθλιψις
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθοινάω
καταθορυβέω
κατάθραυσις
View word page
καταθήκη
deposit
ShortDef
deposit
Debugging
Headword:
καταθήκη
Headword (normalized):
καταθήκη
Headword (normalized/stripped):
καταθηκη
IDX:
45644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45645
Key:
Data
{'content': 'deposit'}