Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταθέλγω
κατάθελξις
κατάθεμα
καταθεματίζω
καταθεμελιόω
κατάθεος
κατάθεσις
καταθετέον
καταθέω
καταθεωρέω
καταθεώρησις
καταθήγω
καταθήκη
καταθηλύνω
καταθλάω
καταθλέω
καταθλίβω
κατάθλιψις
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθοινάω
View word page
καταθεώρησις
observation
ShortDef
observation
Debugging
Headword:
καταθεώρησις
Headword (normalized):
καταθεώρησις
Headword (normalized/stripped):
καταθεωρησις
IDX:
45642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45643
Key:
Data
{'content': 'observation'}