Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμετρόβιος
ἀμετρόδικος
ἀμετροεπής
ἀμετροεπία
ἀμετρόκακος
ἀμετροπαθής
ἀμετροπότης
ἄμετρος
ἀμεύομαι
ἀμευσιεπής
ἀμεύσιμος
ἀμευσίπορος
ἄμη
ἁμῆ
ἀμήν
ἀμήνιτος
ἀμήνυτος
ἀμήρυτος
ἄμης
ἀμητήρ
ἀμητήριον
View word page
ἀμεύσιμος
passable

ShortDef

passable

Debugging

Headword:
ἀμεύσιμος
Headword (normalized):
ἀμεύσιμος
Headword (normalized/stripped):
αμευσιμος
IDX:
4563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4564
Key:

Data

{'content': 'passable'}