Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταζωστικός
καταθαλαττόω
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρσέω
καταθαρσύνω
καταθεάομαι
καταθεατέον
καταθέλγω
κατάθελξις
κατάθεμα
καταθεματίζω
καταθεμελιόω
κατάθεος
κατάθεσις
καταθετέον
καταθέω
καταθεωρέω
καταθεώρησις
καταθήγω
καταθήκη
View word page
κατάθεμα
accursed thing

ShortDef

accursed thing

Debugging

Headword:
κατάθεμα
Headword (normalized):
κατάθεμα
Headword (normalized/stripped):
καταθεμα
IDX:
45634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45635
Key:

Data

{'content': 'accursed thing'}